Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΕ ΨΑΡΙΑ

ΕΝΑ ΨΑΡΙ ΠΟΥ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΒΥΘΟ

ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΓΑΝΤΖΟΥΔΗ

Σήμερα διαβάσαμε το όμορφο κείμενο για τα παιδιά που φοβούνται το άγνωστο και ζητούν την ασφάλεια του σπιτιού και της  μαμάς τους... Αφορμή για να κουβεντιάσουμε για τους φόβους και πώς μπορούμε να τους ξεπεράσουμε, ειδικά για τα πρωτάκια μας που έρχονται σε ένα μεγάλο σχολείο με πολλούς δασκάλους, πολλά και μεγάλα παιδιά και  διαλείμματα!!!

Στα παιδιά που φοβούνται, 
με την ελπίδα μια μέρα να νικήσουν το φόβο τους...

"Μα πώς είναι δυνατόν ένα ψάρι 
να φοβάται τον βυθό;",
είμαι σίγουρος πως θα σκεφτείτε 
μα καθόλου μην ανησυχείτε.
Όλες τις απορίες σας θα λύσω 
την ιστορία ετούτη σαν αρχίσω…


Μια φορά κι έναν καιρό, 
σ’ έναν βαθύ ωκεανό, 
ζούσε η Ρίνα η Αθερίνα
που σε όλα ήτανε τσαχπίνα.

Μόνο που φοβόταν το βυθό
κι όλο έμενε κλεισμένη στο μικρό της σπιτικό.

Ζούσε με τον μπαμπά και τη μαμά της 
μα τις περισσότερες ώρες της ημέρας,
τις περνούσε με τον παππού και τη γιαγιά της, 
μιας και οι ψαρογονείς της δούλευαν πολύ
για να προσφέρουν στη μικρή τους κόρη μια καλύτερη ζωή.

Κι ήταν όλοι τους ευτυχισμένοι 
και από τη Ρίνα ευχαριστημένοι.

Βλέπετε ήταν χαρούμενο ψαράκι
και πρόθυμο να βοηθήσει 
όταν προέκυπτε ανάγκη.
Μοναδικός τους καημός ήταν που η Ρίνα, 
η μικρή τους Αθερίνα,
στιγμή δεν έβγαινε από την αυλή.
Ούτε βράδυ ούτε πρωί.


Κι όταν τα υπόλοιπα ψαράκια, 
Μαρίδες, Μπαρμπούνια και Λαβράκια,
την φώναζαν μαζί τους για να παίξει στην κοραλλοπλατεία
εκείνη αμέσως σκαρφιζόταν μια δικαιολογία.

«Αχ… δε μπορώ, έχω μπουγάδα… 
Κι έπειτα να πλύνω πιάτα…
Η γιαγιά αρρώστησε ξαφνικά 
κι όλα μείνανε μισά.

Έχω και να μαγειρέψω
κι αργά θα ξεμπερδέψω…» 
τους φώναζε απ’ την αυλή 
και στο σπίτι έτρεχε να μπει.

Μα όπως καταλάβατε, η Ρίνα η μικρή μας Αθερίνα, 
καμιά δουλειά δεν είχε να κάνει.


Ούτε μπουγάδα ούτε πιάτα
κι από μαγειρική δεν ήξερε 
να βράζει ούτε πατάτα.
Ήθελε μόνο να τους αποφύγει 
κι απ’ το σπίτι να μη φύγει.

Και δεν ήταν πως δεν τους συμπαθούσε 
ή ότι τους περιφρονούσε.
Μα ήταν ο φόβος της για τον βυθό μεγάλος 
και της έλειπε το θάρρος.


Έτσι, περνούσε τη μέρα της με ιστορίες της γιαγιάς
που μιλούσαν για τις αταξίες της μαμάς, 
τότε που ήταν κι αυτή μικρή
και όλο το έσκαγε απ’ την αυλή.

Κι η Ρίνα, έμενε πάντα με το στόμα ανοιχτό 
καθώς δε μπορούσε να πιστέψει πως η μαμά της 
δε φοβόταν καθόλου τον βυθό.

Δεν έλεγε τίποτα μα στο δωμάτιό της, 
έψαχνε να βρει το μυστικό της 
που ίσως κι εκείνη βοηθούσε
και τον φόβο της νικούσε.


«Και δε φοβόσουνα καθόλου;» τη ρώτησε ένα βράδυ, 
πριν πέσει για ύπνο στο κρεβάτι.

Κι η μητέρα της τη χάιδεψε απαλά 
και της ψιθύρισε τρυφερά:

«Ίσως λίγο στην αρχή
μα γρήγορα κατάλαβα πως δεν υπήρχαν οι κακοί 
που το μυαλό μου είχε φτιάξει
κι όλα κυλούσανε εντάξει.

Με τον καιρό σταμάτησα πια να φοβάμαι 
και τώρα ούτε που θυμάμαι…

Για πες μου όμως εσύ τι φοβάσαι 
κι όλο μόνη θέλεις να’ σαι;».

Η Ρίνα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι 
και γύρισε στη μαμά της πλάτη.


Από το παράθυρο κοιτούσε την κοραλλοπλατεία 
που ακόμα οι άλλοι έπαιζαν Δεν περνάς κυρά Μαρία.

Στα αφτιά της ήχησαν τα γέλια, οι φωνές και του 
Μπαρμπουνιού οι ζητωκραυγές…
Και τότε ένιωσε μεγάλη λύπη
και τη φωνή της να την εγκαταλείπει.

«Φοβάμαι τον βυθό…
Και που δεν ξέρω καλά να κολυμπώ… 
Κι όσο αστείο κι αν ακούγεται αυτό 
εγώ καθόλου δε γελώ…

Ξέρω είμαστε ψάρια
και με στεναχωρεί που δεν ακολουθώ τα χνάρια…»

είπε η Ρίνα κι άρχισε να κλαίει 
καθώς ένιωσε πως κάπου φταίει.


Η μαμά της την αγκάλιασε σφιχτά 
και της έδωσε δυο ρουφηχτά φιλιά.

Κι όταν η Ρίνα σταμάτησε να κλαίει, 
άρχισε εκείνη να της λέει:

«Είμαι υπερήφανη για εσένα 
που ομολογείς τον φόβο σου σ' εμένα.

Αν και φαίνεται μικρό 
θέλει θάρρος τρομερό,
την αδυναμία του κάποιος να παραδεχτεί 
και να κάνει νέα αρχή…
Μα είναι το πρώτο βήμα τον φόβο σου να ξεπεράσεις
κι όπου θες μια μέρα σίγουρα θα φτάσεις.
Αρκεί να μην τα παρατάς 
και τους φόβους σου να κυνηγάς.

Έλα μαζί μου και θα δεις
πόσο εύκολα απ’ αυτούς θα απαλλαγείς».

Την οδήγησε έξω στην αυλή 
και της άνοιξε την πόρτα τη μικρή.

Της έδειξε την κοραλλοπλατεία 
και την είδε να κοιτάζει μ’ αγωνία.

«Οι φίλοι σου σε περιμένουν. 
Κοίταξε πώς σε προσμένουν 
στην παρέα τους να μπεις
και το παιχνίδι μαζί τους να χαρείς.

Κολύμπα λοιπόν γρήγορα κοντά τους 
και γίνε κομμάτι της χαράς τους».


Η Ρίνα έμεινε σιωπηλή, 
δίχως να κάνει βήμα προς τα εκεί.

Κοιτούσε μια τα ψάρια στην πλατεία 
και μια τη μαμά με αγωνία
που όλο της χαμογελούσε 
κι όλο την παρακινούσε.

Μα η Ρίνα σκάλιζε αδιάφορη με την ουρά την άμμο
και τώρα ούτε που σήκωνε το βλέμμα της από χάμω.

«Μα γλυκιά μου, πώς θα μάθεις 
αν στη ζωή δε δοκιμάσεις;

Κοίτα τα άλλα τα ψαράκια
πώς παίζουν και λένε τραγουδάκια…»

μα η μαμά της δεν πρόλαβε να της τα πει όλα 
μιας και η Ρίνα χτύπησε την ουρά της με φόρα.


Στο δωμάτιό της έμεινε κλεισμένη μέχρι που 
σταμάτησε να κλαίει
και για άλλα πράγματα άρχισε να λέει.
Μα ήρθε ο καιρός η Ρίνα να πάει σχολείο.
Εδώ δε χωρούσε σκασιαρχείο.
Το ήξερε καλά αυτό κι όλο 
το είχε στο μυαλό.

«Και πώς είναι το σχολείο;» 
ρώτησε μια μέρα τη μαμά της
κι εκείνη την έκλεισε στην αγκαλιά της.

«Είναι υπέροχο στ’ αλήθεια. 
Όπως ακούς στα παραμύθια.
Έχει τεράστια αυλή 
και μια δασκάλα γελαστή.
Νέους φίλους θα γνωρίσεις
και απέραντη αγάπη θα κερδίσεις.
Πράγματα θα μάθεις πολλά, 
χρήσιμα και σημαντικά».

«Και ποιος θα με πηγαίνει; 
Ποιος θα με φέρνει;
Και τα άλλα τα ψάρια θα με αγαπάνε 
ή στο διάλειμμα θα με χτυπάνε;»


«Μα τι είναι αυτά που λες μικρή;»
είπε ο μπαμπάς που έμπαινε εκείνη τη στιγμή.

«Φυσικά και θα σε αγαπούν 
κι όμορφα θα σου μιλούν.
Στην παρέα τους θα σ’ έχουν 
κι όλοι τους θα σε προσέχουν».

«Μα δε μου είπες πώς θα πηγαίνω; Πώς θα έρχομαι;
Το σχολείο είναι μακριά 
κι εσείς έχετε δουλειά.
Η γιαγιά νοικοκυρά
κι ο παππούς αρθριτικά.
Μμμ… μήπως φέτος να μην πάω 
κι απ’ του χρόνου ξεκινάω».

«Μα νομίζω πια δεν είσαι μωρό 
για να χρειάζεσαι συνοδό.
Είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρεις 
και τον δρόμο απέξω ξέρεις…»
της απάντησε η μαμά ήρεμα και στοργικά.

«Εγώ μόνη μου δεν πάω, 
ούτε μόνη μου γυρνάω.
Σας έχω πει πως φοβάμαι τον βυθό.
Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβετε αυτό;
Στο σχολείο δε θα πάω
κι απ’ το σπίτι δεν κουνάω»

τους φώναξε η Ρίνα δυνατά 
και κρύφτηκε πίσω απ’ τη γιαγιά.


Κανείς δεν είπε τίποτα για μέρες.
Ούτε φωνές ούτε φοβέρες.
Μα η Ρίνα δε μπορούσε να ησυχάσει 
και τον φόβο να ξεχάσει.
Τις νύχτες δεν κοιμότανε καλά 
γιατί έβλεπε όνειρα κακά.
Πως χανόταν στον βυθό
ή πως την έτρωγε κάποιο ψάρι τρομερό. 
Πως την κορόιδευαν τα ψάρια τα μεγάλα 
που δεν ήξερε να παίζει μπάλα.
Κι όλη μέρα έμεινε σιωπηλή 
και πια δεν έβγαινε ούτε στην αυλή. 
Στο δωμάτιό της ήτανε κλεισμένη,
μόνη και απογοητευμένη.

«Μα κάτι πρέπει να κάνουμε, 
τον φόβο της για να γλυκάνουμε»
είπε ο πατέρας της στο βραδινό τραπέζι 
και ζήτησε απ’ όλους να πάρουν θέση.

«Αχ…η καημένη η εγγονή μου, 
θα έδινα και τη ζωή μου… 
Να τη δω πάλι να χαμογελά
και να μη φοβάται πια» 
είπε και δάκρυσε η γιαγιά
που της είχε αδυναμία 
κι όλους κοιτούσε με αγωνιά.
«Και εγώ πίστευα πως θα ξεχάσει 
και με τον καιρό στάση θα αλλάξει.
Νόμιζα πως νάζια κάνει 
μα ό,τι κι αν έκανα δε φτάνει 
την ψυχή της να γιατρέψω 
και τον φόβο να ημερέψω…»
είπε κι η μαμά χωρίς να έχει στα σκαριά κάποιο 
σχέδιο, κάποια λύση
κι έπεσε κι αυτή στη θλίψη.

«Το βρήκα» φώναξε ο παππούς
«και σαν μεγαλύτερο κόρη μου να με ακούς.
Ένας είναι ο τρόπος η Ρίνα μας να πάψει να φοβάται
κι ήσυχα τα βράδια να κοιμάται».

Ο παππούς είπε την ιδέα του σε όλους 
και γρήγορα χώρισαν τους ρόλους.
Δεν είχαν άλλο χρόνο για να χάσουν.
Το σχέδιο έπρεπε να ετοιμάσουν. 
Κι από την άλλη μέρα το πρωί, 
το έβαλαν σε εφαρμογή.


Ο μπαμπάς και η μαμά, 
έφυγαν για τη δουλειά.
Και η Ρίνα με τα πολλά
βγήκε μετά από μέρες στην αυλή με τη γιαγιά.
Μα ξαφνικά η γιαγιά ένιωσε κουρασμένη 
και πήγε να ξαπλώσει η καημένη.
Η Ρίνα έμεινε μόνη στην αυλή και δεν άργησε να 
ξεχαστεί με τα παιχνίδια, τα τραγούδια 
και του κήπου τα λουλούδια.

Μα ξαφνικά άκουσε μια φωνή, 
σε βοήθεια να καλεί.

Κοιτούσε δεξιά, πίσω, μπρος και αριστερά 
μα κανείς εκεί κοντά.

Μόνο στο βάθος υπήρχε κάτι 
μα δεν έφτανε ως εκεί το μάτι.
Έκανε μερικά βήματα μπροστά και η καρδιά της 
άρχισε να χτυπάει δυνατά
καθώς είδε τον παππού της στην άμμο πεσμένο 
και στην ουρά του πληγωμένο.

Άρχισε να φωνάζει τη γιαγιά 
μα απάντηση καμιά.
Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει 
κι απ’ τον φόβο το χρώμα της είχε χάσει.


«Γιαγιά δεν ακούς, 
κάτι έπαθε ο παππούς»
φώναζε στη γιαγιά
και την ουρά της χτυπούσε δυνατά.

Και δεν περνούσε από εκεί κανείς, 
γείτονας ή συγγενής.

«Μα τι να κάνω τώρα εγώ 
που απ’ το σπίτι φοβάμαι να βγω;
Πρέπει όμως να τολμήσω 
και τον παππού να βοηθήσω».


Χωρίς να το σκεφτεί πολύ 
άνοιξε και βγήκε απ’ την αυλή.

Ένιωσε το σώμα της να τρέμει 
κι απ’ τον φόβο να αγριεύει.

Μα δεν είχε άλλη επιλογή
και κολύμπησε γρήγορα προς τα εκεί 
που ήταν ο παππούς πεσμένος 
και στην ουρά του πληγωμένος.

Έβαλε όλη τη δύναμή της
και τον κουβάλησε ως την αυλή της.

Δεν έπαψε στιγμή να του μιλά 
και να του λέει πόσο τον αγαπά.

Και τα έχασε όταν τον είδε να χαμογελά 
και στα μάτια βαθιά να την κοιτά.

Είδε και την ουρά του που δεν ήταν πληγωμένη 
μόνο λίγο λερωμένη.


«Είσαι πολύ γενναία γλυκιά μου, 
γέμισες με ευτυχία την καρδιά μου» 
της είπε και σηκώθηκε απ’ την άμμο 
και γύρω της γυρνούσε σαν αεροπλάνο.

«Μα για μισό λεπτό, 
κάτι γίνεται εδώ…»
είπε και τα έχασε όταν είδε τον μπαμπά και τη μαμά
να βγαίνουν απ’ το σπίτι με τη γιαγιά.

Όλοι στα μάτια την κοιτούσαν 
και όλοι της χαμογελούσαν.


Και δεν άργησε να καταλάβει η Ρίνα 
πως όλα ήταν μια κομπίνα,
τον φόβο της να ξεπεράσει 
και τη ζωή της να αλλάξει.

«Το κάναμε για το καλό σου
και για να εμπιστευθείς τον εαυτό σου» 
είπε ο μπαμπάς στην Ρίνα,
στη μικρή μας Αθερίνα,
μα εκείνη την πλάτη τους γύρισε 
και καθόλου για όσα έγιναν δε μίλησε.


Τότε, το λόγο πήρε η μαμά
μα η Ρίνα ξέσπασε σε γέλια δυνατά.
Και με ένα σάλτο δυνατό, 
βρέθηκε να κολυμπάει στον βυθό.

«Σας ευχαριστώ πολύ
που με μάθατε να είμαι δυνατή.
Τίποτα να μη φοβάμαι
κι ευτυχισμένη πάντα να είμαι» είπε η μικρή
και τους έστειλε ένα γλυκό φιλί.

Κι όλοι δάκρυσαν από χαρά 
που τα είχαν καταφέρει πια.


Άνοιξαν και τα σχολεία
κι όλα τα ψαράκια κάθισαν στα θρανία.

Η Ρίνα, η Αθερίνα πρώτη πρώτη 
μαζί με τη Μαριδούλα την Καλλιόπη.

Κι όλοι ζούσαν πια αγαπημένοι 
και από τον φόβο απαλλαγμένοι.


Κι αν και εσύ λίγο φοβάσαι 
την ιστοριούλα ετούτη να θυμάσαι.

Τον φόβο να διώχνεις μακριά 
και να ζεις με τη χαρά.




 Περιγραφή:

Μέσα στα βάθη του ωκεανού, ζει ο Λίο, ένα ψαράκι αλλιώτικο, ένα ψαράκι πεισματάρικο που όλο κάνει του κεφαλιού του. Θέλει να πετάξει. Πετάνε όμως τα ψάρια; Θα τον βοηθήσει το πείσμα του να τα καταφέρει ή θα τον οδηγήσει σε μπελάδες; Ένα παραμύθι για τα παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, που μιλάει για το πείσμα και για την επιμονή. Θα ταξιδέψετε στον κόσμο της θάλασσας, θα γνωρίσετε τον Λίο και θα διασκεδάσετε με τις περιπέτειες του!

ΤΟ ΨΑΡΑΚΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο γαργαληστής - Το παραμύθι που δεν είχε τέλος του Κώστα Βάρναλη

Ο γαργαληστής Ζούσε πριν από χρόνια, σχεδόν στα βάθη της Ανατολής, ένας παράξενος Ληστής. Καθόλου Εγωιστής, ούτε κι Εφοπλιστής, Παλαιστής, Τ...