Το μάθημά μας ξεκινάει με το παραμύθι του Όμηρου από το βιβλίο της Μαρίας Δημάση και της Αιμιλίας Κέκια "το παραμυθόσπιτο της αλφαβήτας".
Ο , ο
Κάθε βράδυ η μαμά του Όμηρου νανουρίζει γλυκά, τρυφερά το μικρό του αδελφάκι.
Το μωρό την κοιτάει χαδιάρικα και χάνεται στη μελωδία:
"Ο, ο , ο, ... ο , ο, ο ...
Το γλυκό μου το μωρό
όνειρο όμορφο να δει
για μια χώρα μαγική
που ΄χει πάντοτε χαρά
για τα μικρά παιδιά".
Απόψε, όμως, ο ύπνος απαλά απαλά έρχεται και παίρνει στα φτερά του τον μικρούλη Όμηρο. Τα βλέφαρά του βαραίνουν, κλείνουν.
"Ο, ο, ο" , τον συνοδεύει της μανούλας η μοναδική φωνή. "Ο, ο, ο", και θαρρείς πως το κορμάκι του γίνεται ελαφρύ... Μα πού βρίσκεται; Σ΄ ένα κάτασπρο, μαλακό πάπλωμα, τόσο μαλακό πάπλωμα, τόσο μαλακό σα να είναι ... μα είναι συννεφάκι!
Τι παράξενο! Ο ήλιος το αγγίζει, του χαμογελάει, άλλα συννεφάκια το προσπερνούν. Όλα γαλήνια και ήσυχα. "Ο, ο , ο", η μανούλα τραγουδάει ακόμα. "Ο, ο, ο". Μα όχι, η μελωδία είναι πιο δυνατή, έρχεται από πολλά στόματα. Σκύβει να δει.
Κάτω στη γη ένα χωριό με τα σπιτάκια του σαν κάδρο. Είναι ολοστρόγγυλο, να, σαν το ο , το γραμματάκι που μάθανε σήμερα στο σχολείο. Κατεβαίνει λίγο πιο χαμηλά. Το στόμα του ανοίγει από την έκπληξη. Τα σπίτια είναι στρογγυλά σα μπάλες, με στρογγυλά παράθυρα και πόρτες. Άνθρωποι περπατούν στους δρόμους κάνοντας συχνά κύκλους γύρω από τον εαυτό τους. Δεν έχουν μάτια λοξά, σχιστά, μικρά ή μεγάλα. Είναι όλα μικροί χαριτωμένοι κύκλοι σαν κουμπιά κι όλοι χαμογελούν:
- Ο, ο ,ο
- Ο, ο, ο
Μάλλον λένε καλημέρα ο ένας στον άλλον. Μιλούν μόνο με μια φωνή. Στην εκκλησία τους ψάλλουν το ο κι αυτό φτάνει στον ουρανό., γι' αυτό το άκουσε ο Όμηρος.
"Όμορφα είναι δε λέω", σκέφτεται ο Όμηρος.
Μα πρέπει να είναι πολύ ανιαρό να ακούνε μόνο μια φωνή.
Άσε που συνέχεια θα νυστάζουν με τέτοιες μελωδίες. Τι να κάνω; Το βρήκα!
Θα πάω να βρω τον δάσκαλό τους".
Μια και δυο τρέχει, πετάει - ήθελα να πω- με το συννεφάκι του και φτάνει στο σχολείο, το πιο μεγάλο στρογγυλό κτίριο του χωριού. Με τα πολλά του παράθυρα μοιάζει με τεράστια κεφαλογραβιέρα. Χτυπάει την πόρτα.
"Τοκ, τοκ, τοκ"
"Ο, ο, ο", εμπρός δηλαδή απαντάει ο δάσκαλος με τα στρογγυλά, χοντρά γυαλιά του. Ο Όμηρος του συστήνεται. Δε δυσκολεύεται. Μ΄ ένα τρόπο μαγικό καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον.
Του εξηγεί, του μιλάει ασταμάτητα για την αλφαβήτα και τα παιδιά της, που είναι πολλά. Για τις φωνούλες που πολλές φορές παντρεύονται για να φτιάξουν λέξεις και για τόσα άλλα μυστικά.
Πέρασε ώρα πολλή. Γύρω από τον Όμηρο μαζεύτηκε όλο το χωριό. Τον άκουγαν μαγεμένοι. Όλα σιγά σιγά άρχισαν να αλλάζουν. Τα δέντρα δεν είχαν μόνο στρογγυλά φρούτα. Τα παιδιά για πρώτη φορά μπανάνες και σταφύλια. Οι αρχιτέκτονες δε σχεδίαζαν μόνο κυκλικά κτίρια. Οι κάτοικοι μιλούσαν πια κανονικά κι έκαναν χαρές. Τι χαρές!
Και ο βασιλιάς , το Ο, τι έγινε; Α, ξεκουράστηκε επιτέλους. Έμπαινε μπροστά από τα ονόματα των αγοριών, ο Νίκος ας πούμε, στην αρχή πολλών λέξεων, όμορφος για παράδειγμα, στο τέλος αλλονών, όπως νερό, χωριό και σε άλλες πολλές. Ένιωθε χρήσιμο και ταιριαστό. Ήταν ευτυχισμένο που απόκτησε οικογένεια στο σπιτάκι της μαμάς του, της Αλφαβήτας.
Και βέβαια βασίλευε ακόμα ακόμα στα νανουρίσματα των μανάδων.
- Ο, ο, ο. Έλα, Όμηρε, αγγελούδι μου! Πάμε στο κρεβάτι να κοιμηθείς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου